Αυτοκρατορία του Μάλι
Αυτοκρατορία του Μάλι
Nyeni / Mande Kurufaba[1] | |
---|---|
Έκταση της αυτοκρατορίας το 1350 | |
Νιάνι (αρχικά) Κανγκάμπα (μεταγενέστερα) | |
Μαλινκέ, Μαντίνκα, Φούλα, Μπόζο | |
Θρησκεία | Παραδοσιακές αφρικανικές θρησκείες, Ισλάμ |
Σαντιάτα Κεϊτά (πρώτος), Μαχμούτ Δ΄ (τελευταίος) | |
Αυτοκρατορία | 1235–1670 |
Νόμισμα | χρυσόσκονη (επίσης αλάτι, χαλκός και κοχύλια) |
Η αυτοκρατορία του Μάλι (μαντίνγκ: Nyeni[2] ή Niani, ιστορικά Manden Kurufaba / Μαντέν Κουρουφάμπα)[1] ήταν αυτοκρατορία της Δυτικής Αφρικής κατά την περίοδο 1230 με 1670. Ιδρύθηκε από τον Σαντιάτα Κεϊτά και έγινε γνωστή για τον πλούτο των ηγεμόνων της, ειδικά του Μούσα Α΄ ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους που έζησαν ποτέ.[3] Εντός της αυτοκρατορίας ομιλούνταν οι γλώσσες Μαντίνγκ. Ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία της δυτικής Αφρικής, και επηρέασε σημαντικά την ευρύτερη περιοχή μέσω της εξάπλωσης της γλώσσας, νόμων και εθίμων της.[4] Μεγάλο τμήμα των καταγεγραμμένων πληροφοριών σχετικά με την αυτοκρατορία του Μάλι προέρχεται από τα γραπτά των Ιμπν Χαλντούν και Ιμπν Μπατούτα, Αράβων ιστορικών του 14ου αιώνα, καθώς και του Λέοντα Αφρικανού κατά τον 16ο αιώνα. Η άλλη κύρια πηγή πληροφοριών είναι η προφορική παράδοση του λαού των Μαντίνκα, μέσω των αφηγητών οι οποίοι είναι γνωστοί ως γκριότ.[5]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αυτοκρατορία ξεκίνησε ως μικρό βασίλειο Μαντίνκα στο άνω τμήμα του ποταμού Νίγηρα, με επίκεντρο την πόλη του Νιάνι -από την οποία ονομάστηκε η αυτοκρατορία ως ενδώνυμο-. Κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται μετά την παρακμή της αυτοκρατορίας της Γκάνας στα βόρεια. Οι εμπορικές διαδρομές άλλαξαν πορεία προς τα νότια προς τη σαβάνα, ενισχύοντας την ανάπτυξη των εκεί περιοχών. Τα πρώιμα στάδια της αυτοκρατορίας πριν τον 13ο αιώνα δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενες και ανακριβείς πληροφορίες τόσο από τους Άραβες χρονικογράφους όσο και από τους αφηγητές της προφορικής παράδοσης. Ο Σαντιάτα Κεϊτά (1214–1255) θεωρείται ως ο πρώτος ηγεμόνας για τον οποίο υπάρχουν ακριβείς γραπτές μαρτυρίες μέσω του Ιμπν Χαλντούν. Ο Σαντιάτα ήταν πρίγκηπας-πολεμιστής της δυναστείας των Κεϊτά ο οποίος κλήθηκε να απελευθερώσει τους κατοίκους του Μάλι από τον Σουμαόρο Καντέ, ηγεμόνα της αυτοκρατορίας Σοσσό. Η κατάκτηση του Σοσσό το 1235, έδωσε στην αυτοκρατορία του Μάλι πρόσβαση στις διαδρομές του διασαχαρικού εμπορίου.
Μετά τον θάνατο του Σαντιάτα το 1255, οι ηγεμόνες του Μάλι ήταν γνωστοί με τον τίτλο μανσά.[5] Ο ανιψιός του Σαντιάτα, Μανσά Μούσα, αναφέρεται πως ταξίδεψε για το ετήσιο προσκύνημα του Χατζ στη Μέκκα κατά την περίοδο του εκεί Μαμελούκου σουλτάνου Μπαϊμπάρς (1260–1277). Μετά από μια σειρά συγκρούσεων και αναταράξεων μεταξύ διεκδικητών για τον αυτοκρατορικό θρόνο του Μάλι, αυτοκράτορας έγινε ο Σακούρα το 1285, ο οποίος ήταν πρώην σκλάβος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Σακούρα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο ισχυρούς αυτοκράτορες και επέκτεινε σημαντικά τις περιοχές υπό το Μάλι, και παράλληλα ταξίδεψε και ο ίδιος για το Χατζ στη Μέκκα κατά την περίοδο του σουλτάνου Αν Νασίρ Μωχάμετ (1298–1308), πέθανε όμως κατά το ταξίδι της επιστροφής.
Μετά τον θάνατο του ο θρόνος έγινε διαθέσιμος και πάλι στους απογόνους του Σαντιάτα, και μετά από τη βασιλεία τριών ακόμα αυτοκρατόρων, ακολούθησε ο Μούσα Κεϊτά το 1312, και παρέμεινε στον θρόνο για τα επόμενα 30 έτη. Κατά την περίοδο της βασιλείας του, το Μάλι έφτασε στο απώγειο της δύναμης του γεωγραφικά και οικονομικά, ειδικά μετά την κατάκτηση της πόλης του Τιμπουκτού στα βορειοανατολικά, καθώς έχοντας πλέον καταστεί σημαντική εμπορική οδός οφελούνταν από τους βαρείς εμπορικούς φόρους που επέβαλλε, το εμπόριο χρυσού ο οποίος ήταν άφθονος στην επικράτεια του, αλλά και την προμήθεια νερού από το Τιμπουκτού.[6] Το ταξίδι του Μούσα στη Μέκκα από το 1324 έως το 1326 είναι ιδιαίτερα διάσημο, καθώς κατά την πορεία του έως τη Μέκκα μοίραζε συνεχώς χρυσό σε όσους περαστικούς συναντούσε στις περιοχές από όπου περνούσε η ακολουθία του, κάτι που ως αποτέλεσμα είχε να προκληθεί μεγάλη υποτίμηση της αξίας του χρυσού στις περιοχές αυτές.
Το 1337, τον διαδέχθηκε ο γιος του, Μαγκάν Α΄, ο οποίος το 1341 εκθρονίστηκε από τον θείο του τον Σουλεϊμάν. Κατά την περίοδο του Σουλεϊμάν, ο Ιμπν Μπατούτα επισκέφτηκε το Μάλι και σημείωσε τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη ζωή και έθιμα της αυτοκρατορίας.[7] Μετά τον Σουλεϊμάν ακολούθησε μια σειρά από αδύναμους αυτοκράτορες, οι οποίοι έφεραν συγκρούσεις και διχόνοια στο βασίλειο.
Τα γεγονότα στο Μάλι μετά το 1406, έτος θανάτου του Άραβα ιστορικού Ιμπν Χαλντούν, είναι τμηματικά και συγκεκχυμένα. Είναι γνωστό από το χρονικό του Ταρίκ αλ Σουντάν (17ος αιώνας) πως το Μάλι εξακολουθούσε να είναι μεγάλο κράτος κατά τον 15ο αιώνα, κάτι που περιγράφεται και από τον Βενετό εξερευνητή και δουλέμπορο Αλβίζε Κανταμόστο καθώς και κάποιους Πορτογάλους εμπόρους, οι οποίοι περιέγραψαν πως οι λαοί κατά μήκος του ποταμού Γκάμπια υπάγονταν στον ηγεμόνα του Μάλι.[8] Τον 16ο αιώνα, την περιοχή επισκέφτηκε στο πλαίσιο γεωγραφικής εξερευνήσεως ο Λέων Αφρικανός, και περιέγραψε πως το βασίλειο εξακολουθούσε να έχει σημαντική έκταση. Ωστόσο ήδη από το 1507 τα γειτονικά κράτη όπως η Ντιαρά, το Μεγάλο Φούλο, και η αυτοκρατορία του Σονγκάι, είχαν αρχίσει να παρυσφρείουν στα άκρα της αυτοκρατορίας του Μάλι, και το 1542, οι Σονγκάι πραγματοποίησαν ανεπιτυχή εισβολή στη Νιάνι, πρωτεύουσα του Μάλι. Αργότερα κατά τον 17ο αιώνα το Μάλι αντιμετώπισε την εισβολή της αυτοκρατορίας της Μπαμάνα. Μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια αντεπίθεσης του Μάλι υπό τον Μάμα Μαγκάν στο να κατακτήσει την Μπαμάνα, το 1670 η αυτοκρατορία του Μάλι καταλύθηκε μετά την κατάληψη της Νιάνι από τις δυνάμεις των Μπαμάνα, και αποσυντέθηκε σε μικρά αδύναμα τοπικά βασίλεια. Τα μέλη της δυναστείας των Κεϊτά, κατέφυγαν στην πόλη της Κανγκάμπα, όπου έγιναν οι τοπικοί άρχοντες της περιοχής.[9]
Οικονομική ισχύς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μεγαλύτερος παράγοντας της οικονομικής ισχύος της αυτοκρατορίας του Μάλι ήταν πάνω από όλα το εμπόριο. Διέθετε στην επικράτεια του 3 τεράστια χρυσωρυχεία, σε αντίθεση με την αυτοκρατορία της Γκάνας η οποία δεν διέθετε δικά της αποθέματα αλλά εξυπηρετούσε μόνο ως σημείο διέλευσης. Οι αρχές του Μάλι επέβαλαν βαριά φορολογία στον χρυσό, αλάτι, και χαλκό που εισέρχονταν στα σύνορα του. Στο ξεκίνημα του 14ου αιώνα, σχεδόν ο μισός χρυσός που εισάγονταν στην Ευρώπη προέρχονταν από το Μάλι, από τα ορυχεία του Μπαμπούκ, Μπούρε και Γκαλάμ.[10] Το χρυσορυχείο στην Μπούρε -στη σημερινή Γουινέα- ανακαλύφθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα.[11]
Δεν υπήρχε καθορισμένο νόμισμα, αλλά ανάλογα με την περιοχή χρησιμοποιούσαν διάφορες μορφές συναλλάγματος. Στις πόλεις που βρισκόταν στις περιοχές του Σαχέλ και της Σαχάρας της επικρατείας του Μάλι, βρισκόταν τα εμπορικά φυλάκια από τα οποία περνούσαν τα καραβάνια που ταξιδεύαν μεγάλες αποστάσεις, όπως η Ταγκάζα στην οποία γινόταν εμπόριο αλατιού, και η Ταγκέζα όπου εμπορευόταν ο χαλκός. Ο Ιμπν Μπατούτα κατά τα ταξίδια του στην περιοχή παρατήρησε την ύπαρξη υπηρετών και στις δύο αυτές πόλεις, και για το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού του είχε και ο ίδιος τους δικούς του υπηρέτες για τη μεταφορά εμπορικών αγαθών. Κατά την επιστροφή του στο Μαρόκο από την πόλη της Τακέντα, το καραβάνι του περιελάμβανε 600 υπηρέτριες, κάτι που υποδηλώνει πως και το δουλεμπόριο αποτελούσε σημαντική εμπορική δραστηριοποίηση της αυτοκρατορίας του Μάλι.[12]
Τα συμπαγή κομμάτια χρυσού θεωρούνταν αποκλειστική ιδιοκτησία του αυτοκράτορα, και απαγορευόταν η εμπορία τους εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Η όποια ποσότητα συμπαγούς χρυσού ανακαλύπτονταν, έπρεπε να παραδοθεί άμεσα στις αρχές και το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ως αντάλλαγμα τους δινόταν χρυσόσκονη ίσης αξίας. Το Μάλι χρησιμοποιούσε την πρακτική αυτή για να περιορίσει τον πληθωρισμό του μεταλλεύματος καθώς βρισκόταν παντού στην επικράτεια του. Η πιο κοινή μονάδα μέτρησης ποσότητας χρυσού ήταν το μιθκάλ (4,5 γραμμάρια),[13] το οποίο ως μονάδα χρησιμοποιούσαν παράλληλα με το δηνάριο, αν και είναι αβέβαιο το αν υπήρχαν νομίσματα σε χρήση στην αυτοκρατορία. Η χρυσόσκονη ήταν το κοινό μέσο συναλλάγματος, και σε κάποιες περιοχές είχε περισσότερη αξία από ότι σε άλλες.
Η άλλη σημαντική μονάδα συναλλάγματος ήταν το αλάτι, σε περιοχές όπως η υποσαχάρια Αφρική όπου είχε την ίδια ή μεγαλύτερη αξία από τον χρυσό, και κοβόταν σε μικρά κομμάτια και με τα κομμάτια αυτά ήταν δυνατό να αγοραστούν άλλα αγαθά.[14] Στον νότο είχε ακόμα μεγαλύτερη αξία, καθώς το αλάτι ήταν περισσότερο δυσεύρετο από ότι στον βορρά και μεταφερόταν από εκεί. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Ιμπν Μπατούτα, μια καμήλα φορτωμένη με αλάτι, στην πόλη της Ουαλάτα μπορούσε να ανταλλαχθεί με 8–10 μιθκάλ χρυσού (29-45 γραμμάρια), αλλά στις νοτιότερες περιοχές μπορούσε να φτάσει τα 20–30 δουκάτα και μερικές φορές έως και 40.[14] Πέρα από τη σπανιότητα του ανάλογα με την περιοχή, η αξία του αλατιού καθοριζόταν από τα έξοδα μεταφοράς, και ο Ιμπν Μπατούτα αναφέρει πως η αξία για την ίδια ποσότητα αλατιού μπορούσε να τετραπλασιαστεί κατά τη διαδρομή από την Κουαλάτα έως την πρωτεούουσα Νιάνι.[15]
Ο χαλκός αποτελούσε επίσης πολύτιμο υλικό, και εμπορευόταν από την πόλη της Τακέντα στα βόρεια, προς τις νότιες πόλεις με αντάλλαγμα ποσότητες χρυσού, όπου 60 ράβδοι χαλκού ανταλλασόταν με 100 δηνάρια χρυσού.[13]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Piga, Adriana: Islam et villes en Afriqa au sud du Sahara: Entre soufisme et fondamentalisme, p. 265. KARTHALA Editions, 2003.
- ↑ Ki-Zerbo, Joseph: UNESCO General History of Africa, Vol. IV, Abridged Edition: Africa from the Twelfth to the Sixteenth Century, p. 57. University of California Press, 1997.
- ↑ «Here's what it was like to be Mansa Musa, thought to be the richest person in history» (στα αγγλικά). Business Insider. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-08-14. https://web.archive.org/web/20180814095029/http://uk.businessinsider.com/mansa-musa-the-richest-person-in-history-2016-2?r=US&IR=T. Ανακτήθηκε στις 2018-09-29.
- ↑ «The Empire of Mali, In Our Time – BBC Radio 4». BBC. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 5,0 5,1 Imperato, Pascal James· Imperato, Gavin H. (25 Απριλίου 2008). Historical Dictionary of Mali (στα Αγγλικά). Scarecrow Press. σελ. 201. ISBN 9780810864023.
- ↑ Collins, Robert O (2009). Documents from the African Past. New Jersey: Markus Wiener. σελ. 33–34. ISBN 978-1-55876-289-3.
- ↑ Imperato, Pascal James· Imperato, Gavin H. (25 Απριλίου 2008). Historical Dictionary of Mali (στα Αγγλικά). Scarecrow Press. σελ. 202. ISBN 9780810864023.
- ↑ Imperato, Pascal James· Imperato, Gavin H. (25 Απριλίου 2008). Historical Dictionary of Mali (στα Αγγλικά). Scarecrow Press. σελ. 203. ISBN 9780810864023.
- ↑ Imperato, Pascal James· Imperato, Gavin H. (25 Απριλίου 2008). Historical Dictionary of Mali (στα Αγγλικά). Scarecrow Press. σελ. 204. ISBN 9780810864023.
- ↑ Stride, G. T., & C. Ifeka: "Peoples and Empires of West Africa: West Africa in History 1000–1800". Nelson, 1971.
- ↑ Blauer, Lauré, Ettagale, Jason. Cultures of the World Mali. Marshall Cavendish, 2008. σελ. 25. ISBN 0761425683.
- ↑ Candice Goucher, Charles LeGuin, and Linda Walton, Trade, Transport, Temples, and Tribute: The Economics of Power Αρχειοθετήθηκε 29 May 2016 στο Wayback Machine., in In the Balance: Themes in Global History (Boston: McGraw-Hill, 1998).
- ↑ 13,0 13,1 Niane, D. T. (1975). Recherches sur l'Empire du Mali au Moyen Âge. Paris: Présence Africaine.
- ↑ 14,0 14,1 Blanchard, p. 1115.
- ↑ Levtzion & Hopkins 2000, σελ. 414 note 5 The location of the Malian capital is uncertain.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Insoll, Timothy (2003). The Archaeology of Islam in Sub-Saharan Africa. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-65702-4.
- Levtzion, N. (1963). «The thirteenth- and fourteenth-century kings of Mali». Journal of African History 4 (3): 341–353. doi:. https://archive.org/details/sim_journal-of-african-history_1963_4_3/page/341.
- Levtzion, Nehemia· Hopkins, John F.P., επιμ. (2000). Corpus of Early Arabic Sources for West Africa. New York: Marcus Weiner Press. ISBN 1-55876-241-8. First published in 1981 by Cambridge University Press, (ISBN 0-521-22422-5).
- Niane, D. T. (1994). Sundiata: An Epic of Old Mali. Harlow: Longman African Writers. ISBN 0-582-26475-8.
- Stride, G. T. & C. Ifeka (1971). Peoples and Empires of West Africa: West Africa in History 1000–1800. Edinburgh: Nelson. ISBN 0-17-511448-X.
- Conrad, David C. (1994). «A town called Dakajalan: the Sunjata tradition and the question of Ancient Mali's capital». Journal of African History 35 (3): 355–377. doi:. https://archive.org/details/sim_journal-of-african-history_1994_35_3/page/355.
- Hunwick, John O. (1973). «The mid-fourteenth century capital of Mali». Journal of African History 14 (2): 195–206. doi:. https://archive.org/details/sim_journal-of-african-history_1973_14_2/page/195.
- Levtzion, Nehemia (1973). Ancient Ghana and Mali. London: Methuen. ISBN 0-8419-0431-6.
- Niane, D. T. (1975). Recherches sur l'Empire du Mali au Moyen Âge. Paris: Présence Africaine.